υπόρυξη

υπόρυξη
η / ὑπόρυξις, -ύξεως, ΝΜΑ [ὑπορύσσω]
υπόγεια εκσκαφή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπορυκτικός — ή, όν, Α [ὑπορύσσω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόρυξη …   Dictionary of Greek

  • υποσκαφή — η / ὑποσκαφή, ΝΑ [ὑποσκάπτω] 1. υπόρυξη 2. (κατ επέκτ.) μέρος που έχει υποσκαφθεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”